αποδεικτός

αποδεικτός
η , όν доказуемый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποδεικτός" в других словарях:

  • ἀποδεικτός — demonstrable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτά — ἀποδεικτός demonstrable neut nom/voc/acc pl ἀποδεικτά̱ , ἀποδεικτός demonstrable fem nom/voc/acc dual ἀποδεικτά̱ , ἀποδεικτός demonstrable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτῶν — ἀποδεικτός demonstrable fem gen pl ἀποδεικτός demonstrable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτόν — ἀποδεικτός demonstrable masc acc sg ἀποδεικτός demonstrable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικταί — ἀποδεικτός demonstrable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτοῖς — ἀποδεικτός demonstrable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτοί — ἀποδεικτός demonstrable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτοῦ — ἀποδεικτός demonstrable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτή — ἀποδεικτός demonstrable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαπόδεικτος — θεαπόδεικτος, ον (Μ) αυτός που αποκαλύφθηκε ή εγκαθιδρύθηκε κατά θείο τρόπο, από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + απόδεικτος (< αποδεικνύω, πρβλ. αυτ απόδεικτος, ευ απόδεικτος] …   Dictionary of Greek

  • ευαπόδεικτος — η, ο (Α εὐαπόδεικτος, ον) αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο δεικτός (< απο δεικνύω) πρβλ. δυσ απόδεικτος, αν από δεικτος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»